- αποθηρίωση
- [-ις (-εως)] η1) разъярение, озверение; 2) свирепость, разъярённость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθηρίωση — η εξαγρίωση, μανιακή οργή: Ο δικτάτορας είχε στιγμές θυμού που έφταναν την αποθηρίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθηριώσῃ — ἀποθηριώσηι , ἀποθηρίωσις changing into a wild beast fem dat sg (epic) ἀποθηριόω change into a beast aor subj mid 2nd sg ἀποθηριόω change into a beast aor subj act 3rd sg ἀποθηριόω change into a beast fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποθηριώσῃ , ἀποθηριόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβαρβάρωση — η η μεταβολή σε βάρβαρο, αποθηρίωση, αποκτήνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)